- εὐδιαίρετον
- εὐδιαίρετοςeasy to dividemasc/fem acc sgεὐδιαίρετοςeasy to divideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιαίρετος — η, ο (ΑΜ εὐδιαίρετος, ον) αυτός που διαιρείται, που χωρίζεται εύκολα σε τεμάχια αρχ. αυτός που καταστρέφεται εύκολα («πρὸς τὸ μὴ εὐδιαίρετον εἶναι τὸ σῶμα αὐτῶν», Αριστοτ.). επίρρ... εὐδιαιρέτως (ΑΜ) 1. με ευχέρεια 2. με καλό τεμαχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek